greco » tedesco

αντικείμενο [andiˈcimɛnɔ] SUBST nt

1. αντικείμενο (πράγμα):

αντικείμενο
αντικείμενο
Objekt nt
γίνομαι αντικείμενο κοροϊδίας
γίνομαι αντικείμενο του πόθου
άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο
αντικείμενο πολυτελείας
αντικείμενο αξίας
Wertsachen f pl
αντικείμενο του εγκλήματος DIR

2. αντικείμενο (θέμα: συζήτησης):

αντικείμενο
αντικείμενο διαπραγμάτευσης
κύριο αντικείμενο
αντικείμενο δίκης DIR

3. αντικείμενο LING:

αντικείμενο
Objekt nt
άμεσο/έμμεσο αντικείμενο

Esempi per αντικείμενο

αντικείμενο nt μίσθωσης
αντικείμενο nt απόσβεσης
κληρονομιαίο αντικείμενο
έμμεσο αντικείμενο LING
αντικείμενο αξίας
αντικείμενο διαπραγμάτευσης
κύριο αντικείμενο
αντικείμενο δίκης DIR
αντικείμενο πολυτελείας
σφυρήλατο αντικείμενο
άμεσο αντικείμενο LING
πολύτιμο αντικείμενο
γίνομαι αντικείμενο του πόθου
αντικείμενο nt της δίκης
άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενο
γίνομαι αντικείμενο κοροϊδίας
αντικείμενο του εγκλήματος DIR

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский