αποστρατεία [apɔstraˈtia] SUBST f MILIT
στρατεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [straˈtɛvɔmɛ] VERB vb rifl
1. στρατεύομαι MILIT:
2. στρατεύομαι fig:
αντιστρατεύ|ομαι <-τηκα> [andistraˈtɛvɔmɛ] VERB dep vb trans
αποθεραπεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [apɔθɛraˈpɛvɔmɛ] VERB vb rifl
1. αποθεραπεύομαι (ασθενής):
2. αποθεραπεύομαι (αθλητής):
3. αποθεραπεύομαι (τραύμα):
4. αποθεραπεύομαι (αρρώστια):
αποστράτευσ|η <-εις> [apɔˈstratɛfsi] SUBST f
1. αποστράτευση (αξιωματικού):
2. αποστράτευση (εφεδρειών):
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.