- διακίνηση
-
- διακίνηση
- Verkehr m
- διακίνηση εμπορευμάτων
-
- διακίνηση επιταγών
-
- ελεύθερη διακίνηση
-
- ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων
-
- διακίνηση ιδεών
-
- (ελεύθερη) διακίνηση f συναλλάγματος
-
- διακίνηση υπηρεσιών
-
- διακίνηση χρυσού
-
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.