greco » tedesco

Traduzioni di „εισαγωγή“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

εισαγωγή [isaɣɔˈji] SUBST f

1. εισαγωγή (γενικά, επίσης πρόλογος):

εισαγωγή
εισαγωγή στη φωνολογία

2. εισαγωγή COMM:

εισαγωγή
εισαγωγή
Import m
έμμεση εισαγωγή
έμμεση εισαγωγή
εισαγωγή κεφαλαίων
εισαγωγή κεφαλαίων
Einfuhrbedarf m sing

3. εισαγωγή ECON (προϊόντος):

η εισαγωγή ενός προϊόντος

4. εισαγωγή FIN (σε χρηματιστήριο):

εισαγωγή

5. εισαγωγή (σε νοσοκομείο, φρενοκομείο):

εισαγωγή
εισαγωγή
αναγκαστική εισαγωγή

6. εισαγωγή (σε σχολείο, πανεπιστήμιο):

εισαγωγή

7. εισαγωγή (σε μηχανή: αέρος κτλ):

εισαγωγή
εισαγωγή αέρα

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский