εκπληκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpliktiˈkɔs] AGG
1. εκπληκτικός (που εκπλήττει):
2. εκπληκτικός (καταπληκτικός):
ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] AGG
1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):
2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):
3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):
αλήτικ|ος <-η, -ο> [aˈlitikɔs] AGG
αθλητικ|ός <-ή, -ό> [aθlitiˈkɔs] AGG
1. αθλητικός:
2. αθλητικός (σώμα):
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.