ευθύνη [ɛfˈθini] SUBST f
2. ευθύνη:
- ευθύνη DIR, ECON
- Haftung f
- αλληλέγγυα ευθύνη
-
- αστική ευθύνη
-
- επιχειρηματική ευθύνη
-
- ευθύνη του διαχειριστή (επιχείρησης)
-
- ευθύνη κτίσματος
-
- ευθύνη για νομικά ελαττώματα
-
- ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα
-
- συμβατική δικαιοπρακτική ευθύνη
-
- προσυμβατική ευθύνη
-
- προσωπική ευθύνη
-
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.