I. μαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈzɛvɔ] VERB vb trans
1. μαζεύω (συλλέγω, συγκεντρώνω):
2. μαζεύω (πράγματα σκορπισμένα κάτω):
3. μαζεύω (φρούτα):
- μαζεύω
-
4. μαζεύω (λουλούδια):
- μαζεύω
-
5. μαζεύω (χυμένο υγρό):
- μαζεύω
-
6. μαζεύω (τα βιβλία μου):
- μαζεύω
-
7. μαζεύω (πόδια):
8. μαζεύω (για γάτα: τα νύχια):
9. μαζεύω (σκοινί: για να τακτοποιηθεί κάπου):
- μαζεύω
-
11. μαζεύω (τα πανιά):
- μαζεύω
-
12. μαζεύω (πληροφορίες):
- μαζεύω
-
13. μαζεύω (συγυρίζω):
- μαζεύω
-
II. μαζ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [maˈzɛvɔ] VERB vb intr (στο πλύσιμο)
- μαζεύω
-
III. μαζεύομαι VERB vb rifl
1. μαζεύομαι (για κόσμο: συγκεντρώνομαι):
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.