σακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [sakaˈtɛvɔ] VERB vb trans
1. σακατεύω (κάνω ανάπηρο):
2. σακατεύω fig (κατακουράζω):
I. ανακατ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [anakaˈtɛvɔ] VERB vb trans
1. ανακατεύω (αναμειγνύω):
2. ανακατεύω (κάποιον σε κάποια υπόθεση):
6. ανακατεύω (φέρνω ακαταστασία):
8. ανακατεύω (συγχέω: ονόματα):
II. ανακατεύομαι VERB vb rifl
1. ανακατεύομαι (μπλέκω χωρίς να το θέλω):
2. ανακατεύομαι (σε κάποια υπόθεση):
παροχετ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [parɔçɛˈtɛvɔ] VERB vb trans
1. παροχετεύω (διοχετεύω σε άλλη κατεύθυνση):
2. παροχετεύω (μεταδίδω):
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.