greco » tedesco

συνεννο|ούμαι <-ήθηκα, -ημένος> [sinɛnɔˈumɛ] VERB vb rifl

2. συνεννοούμαι (κλείνω μυστική συμφωνία):

συνεννόησ|η <-εις> [sinɛˈnɔisi] SUBST f

1. συνεννόηση (επικοινωνία):

2. συνεννόηση (μυστική συμφωνία):

ασυνεννόητ|ος <-η, -ο> [asinɛˈnɔitɔs] AGG

1. ασυνεννόητος (που δεν καταλαβαίνει):

2. ασυνεννόητος (χωρίς μυστική συμφωνία):

ασυνεννοησία [asinɛnɔiˈsia] SUBST f

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский