χημεία [çiˈmia] SUBST f
- χημεία
- Chemie f
- αναλυτική χημεία
-
- χημεία αρωμάτων
-
- βιομηχανική χημεία
-
- γενική χημεία
-
- γεωργική χημεία
-
- θεωρητική χημεία
-
- ιατρική χημεία
-
- παρασκευαστική χημεία
-
- παρασκευαστική χημεία
-
- πυρηνική χημεία
-
- συνθετική χημεία
-
- χημεία τροφίμων
-
- φαρμακευτική χημεία
-
- χημεία των υψηλών θερμοκρασιών
-
- χημεία των χαμηλών θερμοκρασιών
-
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.