μη(ν) [mi(n)] PARTICELLA
-
μη σταματάς
-
να μη με διακόπτεις συνέχεια
-
μη εργαζόμενος (ως επίθετο)
-
μη καπνιστής
-
μη κολυμβητής
-
μη Ευρωπαίος
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inserisci una nuova voce.