greco » tedesco

Traduzioni di „αναστάτωση“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

αναστάτωσ|η <-εις> [anaˈstatɔsi] SUBST f

1. αναστάτωση (διέγερση, πρόκληση έντονων συναισθημάτων):

αναστάτωση

2. αναστάτωση (τέλεια ακαταστασία):

αναστάτωση

3. αναστάτωση (σε πλήθος):

αναστάτωση
φέρνω/προκαλώ αναστάτωση
η είδηση έφερε αναστάτωση στο χωριό

4. αναστάτωση fig (φασαρία για το τίποτα):

γιατί όλη αυτή η αναστάτωση;

Esempi per αναστάτωση

φέρνω/προκαλώ αναστάτωση
γιατί όλη αυτή η αναστάτωση;
η είδηση έφερε αναστάτωση στο χωριό

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский