greco » tedesco

Traduzioni di „απαγόρευση“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

απαγόρευσ|η <-εις> [apaˈɣɔrɛfsi] SUBST f

1. απαγόρευση:

απαγόρευση
Verbot nt
απαγόρευση καπνίσματος
απαγόρευση της κυκλοφορίας
απαγόρευση στάθμευσης
απαγόρευση εισόδου στην χώρα

2. απαγόρευση (εμπορίου):

απαγόρευση
Embargo nt
απαγόρευση αγοραπωλησίας όπλων

Esempi per απαγόρευση

απαγόρευση f συναλλάγματος
απαγόρευση f έκδοσης
απαγόρευση f εκχώρησης
απαγόρευση f διαμετακόμισης
απαγόρευση f απέλασης
απαγόρευση f εμπορίας
απαγόρευση f οικοδόμησης
απαγόρευση f τροποποίησης
απαγόρευση f εισαγωγής
απαγόρευση f εκφόρτωσης
απαγόρευση f εμπορίου
απαγόρευση f αποδοχής DIR
απαγόρευση f μονοπωλίου
απαγόρευση f εκποίησης
απαγόρευση f εξαγωγής
απαγόρευση καπνίσματος
προληπτική απαγόρευση
απαγόρευση στάθμευσης
απαγόρευση f εισόδου στην χώρα

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский