απόσβεσ|η <-εις> [aˈpɔzvɛsi] SUBST f
1. απόσβεση (χρέους, δανείου):
-
Tilgung f
2. απόσβεση (μείωση της αξίας) ECON:
3. απόσβεση (κόστους μηχανήματος: με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):
5. απόσβεση (εξαφάνιση):
-
Auslöschen nt