greco » tedesco

αποσβεστέ|ος <-α, -ο> [apɔzvɛsˈtɛɔs] AGG

απόσβεσ|η <-εις> [aˈpɔzvɛsi] SUBST f

3. απόσβεση (κόστους μηχανήματος: με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):

4. απόσβεση (φωτιάς):

5. απόσβεση (εξαφάνιση):

6. απόσβεση FIS (σε εκκρεμές):

I . αποσβέ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔˈzvɛnɔ] VERB vb trans

1. αποσβένω (δάνειο):

2. αποσβένω (πράγμα αγορασμένο με δόσεις):

3. αποσβένω (σε ισολογισμό):

4. αποσβένω (το κόστος μηχανήματος με το κέρδος προερχόμενο από τη χρήση του):

5. αποσβένω (εξαφανίζω):

II . αποσβένομαι VERB vb rifl

αποσβεστικ|ός <-ή, -ό> [apɔzvɛstiˈkɔs] AGG

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский