greco » tedesco

Traduzioni di „διαστολή“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

διαστολή [ðiastɔˈli] SUBST f

1. διαστολή (διάκριση):

διαστολή

2. διαστολή (αύξιση του όγκου):

διαστολή
επιφανειακή διαστολή
κυβική διαστολή
(γραμμική) θερμική διαστολή
θερμική κυβική διαστολή

3. διαστολή MED:

διαστολή (της καρδιάς)

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский