εκμετάλλευσ|η <-εις> [ɛkmɛˈtalɛfsi] SUBST f
1. εκμετάλλευση (χρόνου, ανθρώπου, καλοσύνης):
2. εκμετάλλευση (ορυκτού πλούτου):
-
Nutzung f
-
νεκρό σημείο nt εκμετάλλευσης ECON
-
νεκρό σημείο nt εκμετάλλευσης ECON
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inserisci una nuova voce.