greco » tedesco

I . ζαβολιάρ|ης <-α, -ικο> [zavɔˈʎaris] AGG (παιδί: άτακτο)

II . ζαβολιάρ|ης <-α, -ικο> [zavɔˈʎaris] SUBST m/f

1. ζαβολιάρης (κοριτσάκι):

2. ζαβολιάρης (αγοράκι):

3. ζαβολιάρης (στο παιχνίδι):

Mogler(in) m (f)

ζαβολιά [zavɔˈʎa] SUBST f

1. ζαβολιά (στο παιχνίδι):

2. ζαβολιά (φάρσα, αταξία):

ζαβωμάρα [zavɔˈmara] SUBST f

1. ζαβωμάρα (δυστροπία):

2. ζαβωμάρα (κουταμάρα):

σαλιάρα [saˈʎara] SUBST f

διακονιάρ|ης <-ηδες> [ðiakɔˈɲaris] SUBST m, διακονιάρα [ðiakɔˈɲara] SUBST f

1. διακονιάρης (ζητιάνος):

Bettler(in) m (f)

2. διακονιάρης (πολύ φτωχός):

αναβολικ|ός <-ή, -ό> [anavɔliˈkɔs] AGG

διαβολικ|ός <-ή, -ό> [ðjavɔliˈkɔs] AGG

διαβόλισσα [ðjaˈvɔlisa] SUBST f (θηλυκός διάβολος, γυναίκα)

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский