κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα) [kɔzmɔpɔˈlitis, kɔzmɔpɔˈlitisa] SUBST m/f (f)
1. κοσμοπολίτης (που κινείται σε κοσμικό επίπεδο):
-
κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα)
2. κοσμοπολίτης (που έχει ζήσει σε πολλές χώρες):
-
κοσμοπολίτης (κοσμοπολίτισσα)