greco » tedesco

I . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB vb trans

2. ανοίγω (νέο κατάστημα, λογαριασμό):

3. ανοίγω (χάρτη):

II . ανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [aˈniɣɔ] VERB vb intr

2. ανοίγω (καταστήματα):

3. ανοίγω (επεκτείνομαι):

III . ανοίγομαι VERB vb rifl

1. ανοίγομαι (γίνομαι ανοιχτός):

2. ανοίγομαι (γίνομαι παράτολμος):

3. ανοίγομαι (εκφράζομαι ελεύθερα):

ανοιγμέν|ος <-η, -ο> [aniɣˈmɛnɔs] AGG

άνοιγμα [ˈaniɣma] SUBST nt

1. άνοιγμα (πράξη: γενικά):

3. άνοιγμα (κενό):

4. άνοιγμα (φούστας: σχισμή):

5. άνοιγμα (φτερών: απόσταση από άκρη σε άκρη):

I . ξανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksaˈniɣɔ] VERB vb trans (ανοίγω τελείως)

II . ξανοί|γω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ksaˈniɣɔ] VERB vb intr (καιρός)

III . ξανοίγομαι VERB vb rifl

1. ξανοίγομαι (εκμυστηρεύομαι):

2. ξανοίγομαι (ξοδεύω πολλά):

ανάλογο [aˈnalɔɣɔ] SUBST nt

ανοχή [anɔˈçi] SUBST f

ανομία [anɔˈmia] SUBST f

ανοιγοκλεί|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aniɣɔˈklinɔ] VERB vb trans

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский