greco » tedesco

αναμέτρησ|η <-εις> [anaˈmɛtrisi] SUBST f

1. αναμέτρηση (μέτρηση):

αναμέτρηση

2. αναμέτρηση (αγώνας):

αναμέτρηση
Kampf m

3. αναμέτρηση (υπολογισμός: των συνεπειών):

αναμέτρηση

αναμέτρηση SUBST

Contributo di un utente
αναμέτρηση δυνάμεων f

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский