greco » tedesco

αποχτώ

αποχτώ s. αποκτώ

Vedi anche: αποκτώ

αποκτ|ώ [apɔkˈtɔ], αποχτ|ώ [apɔxˈtɔ] <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> VERB vb trans

1. αποκτώ (περιουσία, γνώσεις, εκτίμηση, εμπιστοσύνη, κάτι αγοράζοντάς το):

2. αποκτώ (παιδιά):

3. αποκτώ (φίλους):

αποκτ|ώ [apɔkˈtɔ], αποχτ|ώ [apɔxˈtɔ] <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> VERB vb trans

1. αποκτώ (περιουσία, γνώσεις, εκτίμηση, εμπιστοσύνη, κάτι αγοράζοντάς το):

2. αποκτώ (παιδιά):

3. αποκτώ (φίλους):

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский