greco » tedesco

ασυρματιστής (ασυρματίστρια) [asirmatisˈtis, asirmaˈtistria] SUBST m/f (f)

ασυρματιστής (ασυρματίστρια)
Funker(in) m (f)

ασυμμετρία [asimɛˈtria] SUBST f

1. ασυμμετρία (έλλειψη ομαλότητας):

2. ασυμμετρία (έλλειψη συμμετρίας):

αντιφασιστής [andifasisˈtis], αντιφασίστας [andifaˈsistas] SUBST m, αντιφασίστρια [andifaˈsistria] SUBST f

βερμπαλιστής [vɛrbalisˈtis] SUBST m, βερμπαλίστρια [vɛrbaˈlistria] SUBST f

ανερμάτιστ|ος <-η, -ο> [anɛrˈmatistɔs] AGG

1. ανερμάτιστος (πλοίο):

2. ανερμάτιστος fig (άστατος):

ατερμάτιστ|ος <-η, -ο> [atɛrˈmatistɔs] AGG (που δεν τερματίστηκε)

συρματόσκοινο [sirmaˈtɔscinɔ] SUBST nt

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский