greco » tedesco

διαπραγματεύ|ομαι <-τηκα> [ðiapraɣmaˈtɛvɔmɛ] VERB dep vb trans

1. διαπραγματεύομαι (θέμα):

διαπραγματεύομαι

2. διαπραγματεύομαι (παζαρεύω):

διαπραγματεύομαι κάτι

διαπραγματεύομαι VERB

Contributo di un utente
διαπραγματεύομαι (όρους συμβολαίου)

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский