greco » tedesco

Traduzioni di „επίδομα“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

επίδομα [ɛˈpiðɔma] SUBST nt

1. επίδομα (πρόσθετη αμοιβή):

επίδομα
επίδομα
Zulage f
επίδομα άδειας
επίδομα αποδημίας
επίδομα απόδοσης
επίδομα αρχαιότητας
επίδομα βάρδιας
επίδομα ετοιμότητας
επίδομα κακοκαιρίας
επίδομα κινδύνου
επίδομα μισθού
επίδομα μισθού
ειδικό/έκτακτο επίδομα
επίδομα υπερωριών

2. επίδομα (χρηματικό βοήθημα):

επίδομα
επίδομα ανεργίας
επίδομα ασθενείας
επίδομα γήρατος
επίδομα κατοικίας
επίδομα λοχείας
επίδομα μητρότητας
οικογενειακό επίδομα

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский