- επιταγή
-
- επιταγή
- Scheck m
- εκδίδω/εξαργυρώνω μια επιταγή
-
- κάνω διγράμμιση σε επιταγή
-
- οπισθογραφώ μια επιταγή
-
- ακυρωμένη επιταγή
-
- ανοιχτή επιταγή
-
- απλήρωτη επιταγή
-
- διαπραγματεύσιμη επιταγή
-
- μη διαπραγματεύσιμη επιταγή
-
- μη διαπραγματεύσιμη επιταγή
-
- δίγραμμη επιταγή
-
- επιταγή χωρίς διγράμμιση
-
- εκπρόθεσμη επιταγή
-
- επιταγή εξωτερικού
-
- επιστραφείσα επιταγή
-
- ονομαστική επιταγή
-
- ταξιδιωτική επιταγή
-
- ταχυδρομική επιταγή
-
- ταχυδρομική επιταγή εξωτερικού
-
- τραπεζική επιταγή
-
- επιταγή χωρίς αντίκρισμα
-
- (ονομαστικό) ποσό nt επιταγής
-
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.