greco » tedesco

ευθυγράμμισ|η <-εις> [ɛfθiˈɣramisi] SUBST f

1. ευθυγράμμιση (τοποθέτηση σε ευθεία γραμμή) MILIT:

ευθυγράμμιση

2. ευθυγράμμιση (δρόμου, ποταμού):

ευθυγράμμιση

3. ευθυγράμμιση (πλαίσιου):

ευθυγράμμιση
Richten nt

4. ευθυγράμμιση (σανίδας):

ευθυγράμμιση

5. ευθυγράμμιση RADIO:

ευθυγράμμιση

6. ευθυγράμμιση (ταύτιση):

ευθυγράμμιση με
Angleichung f an +acc

7. ευθυγράμμιση (προσαρμογή):

ευθυγράμμιση με
Anpassung f an +acc

ευθυγράμμιση SUBST

Contributo di un utente
ευθυγράμμιση (των τροχών) f AUTO

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский