greco » tedesco

κοιλάδα [ciˈlaða] SUBST f

κοιλάδα
Tal nt
επικρεμάμενη κοιλάδα
επικρεμάμενη κοιλάδα
επιμήκης κοιλάδα GEOL
μαιανδρική κοιλάδα
παγετωνική κοιλάδα
παγετωνική κοιλάδα
τυφλή κοιλάδα

κοιλάδα του Ρουρ SUBST

Contributo di un utente
κοιλάδα του Ρουρ f GEOG

Esempi per κοιλάδα

παγετωνική κοιλάδα
τυφλή κοιλάδα
μαιανδρική κοιλάδα
επιμήκης κοιλάδα GEOL

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский