greco » tedesco

ομοσπονδία [ɔmɔspɔnˈðia] SUBST f

1. ομοσπονδία (ένωση):

ομοσπονδία
ομοσπονδία
Bund m
ομοσπονδία κρατών

2. ομοσπονδία (ένωση κρατών με κοινό σύνταγμα):

ομοσπονδία
ομοσπονδία
Bund m

3. ομοσπονδία (της Ελβετίας):

ομοσπονδία

Ελβετική Ομοσπονδία [ɛlvɛtiˈci ɔmɔspɔnˈðia] SUBST f

Esempi per ομοσπονδία

ομοσπονδία κρατών

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский