greco » tedesco

περιφέρεια [pɛriˈfɛria] SUBST f

1. περιφέρεια (κύκλου):

περιφέρεια
Umfang m

2. περιφέρεια (περιοχή):

περιφέρεια
Bezirk m
διοικητική περιφέρεια
περιφέρεια των Άλπεων
οικονομική περιφέρεια ECON

3. περιφέρεια (απόκεντρες περιοχές):

περιφέρεια

Esempi per περιφέρεια

εκλογική περιφέρεια
ευρωπαϊκή περιφέρεια
διοικητική περιφέρεια
οικονομική περιφέρεια ECON
περιφέρεια f των Άλπεων
περιφέρεια των Άλπεων

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский