greco » tedesco

πίνακας [ˈpinakas] SUBST m

2. πίνακας (σε βιβλίο: συστηματικός, επεξηγηματικός):

4. πίνακας (ταμπλό με διακόπτες):

5. πίνακας (έργο ζωγραφικής):

Bild nt

πινακίδα [pinaˈciða] SUBST f

1. πινακίδα (ταμπέλα):

Schild nt

2. πινακίδα (αυτοκινήτου):

3. πινακίδα (πλάκα, πίνακας):

Tafel f

πινάκιο [piˈnaciɔ] SUBST nt (πιάτο)

πινίτης [piˈnitis] SUBST m GEOL

μιναρ|ές <-έδες> [minaˈrɛs] SUBST m

πίδακας [ˈpiðakas] SUBST m

1. πίδακας (σε πλατεία):

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский