greco » tedesco

I . πολιτικ|ός <-ή, -ό> [pɔlitiˈkɔs] AGG

2. πολιτικός (σχετικός με τον πολίτη, μη στρατιωτικός, γάμος, ενδυμασία):

πολιτικός
πολιτικός γάμος
πολιτικός μηχανικός

II . πολιτικ|ός [pɔlitiˈkɔs] SUBST mf

πολιτικός
Politiker(in) m (f)
επαγγελματίας πολιτικός

Esempi per πολιτικός

πολιτικός μηχανισμός
δόκιμος πολιτικός
πολιτικός γάμος
πολιτικός μηχανικός
επαγγελματίας πολιτικός
ευρωπαϊστής πολιτικός
πολιτικός κρατούμενος
πολιτικός πρόσφυγας
μιλάει σαν πολιτικός (ως πολιτικός, είναι πολιτικός)

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский