πόλεμος [ˈpɔlɛmɔs] SUBST m
1. πόλεμος MILIT:
- πόλεμος και fig
- Krieg m
- εμφύλιος πόλεμος
-
- παγκόσμιος πόλεμος
-
- πόλεμος ανεξαρτησίας
-
- αστραπιαίος πόλεμος
-
- αντάρτικος πόλεμος
-
- απελευθερωτικός πόλεμος
-
- βακτηριολογικός πόλεμος
-
- δασμολογικός πόλεμος
-
- επιθετικός πόλεμος
-
- ηλεκτρονικός πόλεμος
-
- θρησκευτικός πόλεμος
-
- θρησκευτικός πόλεμος
-
- χημικός πόλεμος
-
- πόλεμος νεύρων
-
- οικονομικός πόλεμος
-
- εμπορικός πόλεμος
-
- πόλεμος τιμών
-
- Τρωικός Πόλεμος
-
-
- Kriegsende nt
2. πόλεμος fig (αγώνας):
- πόλεμος
- Kampf m
πόλεμος SUBST
- ασύμμετρος πόλεμος m
-
PONS OpenDict
Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?
Inviaci un nuovo contributo per il PONS OpenDict. I suggerimenti inviati vengono esaminati dalla redazione di PONS e inseriti di conseguenza nei risultati.