greco » tedesco

I . επιθετικ|ός1 <-ή, -ό> [ɛpiθɛtiˈkɔs] AGG

1. επιθετικός (που χρησιμεύει για επίθεση) SPORT:

επιθετικός
Angriffs-

2. επιθετικός (τρόπος, χαρακτήρας, πολιτική):

επιθετικός

II . επιθετικ|ός1 <-ή, -ό> [ɛpiθɛtiˈkɔs]

1. επιθετικός (στο ποδόσφαιρο):

επιθετικός
Stürmer(in) m (f)

2. επιθετικός SPORT (γενικότερα):

επιθετικός
Angreifer(in) m (f)
αριστερός επιθετικός (στο βόλεϊ)

επιθετικ|ός2 <-ή, -ό> [ɛpiθɛtiˈkɔs] AGG LING

επιθετικός
adjektivisch, Adjektiv-

Esempi per επιθετικός

επιθετικός πόλεμος
αριστερός επιθετικός (στο βόλεϊ)
επιθετικός ανταγωνισμός

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский