greco » tedesco

συνάρτησ|η <-εις> [siˈnartisi] SUBST f

1. συνάρτηση:

συνάρτηση
σε συνάρτηση με

2. συνάρτηση MAT:

συνάρτηση
αναδρομική συνάρτηση
αναλυτική συνάρτηση
αρμονική συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση
συνάρτηση απώλειας STAT
άρρητη συνάρτηση
συνάρτηση βήτα
γενικευμένη συνάρτηση
γραμμική συνάρτηση
μη γραμμική συνάρτηση
διανυσματική συνάρτηση
δυναμική συνάρτηση
εκθετική συνάρτηση
κυκλική συνάρτηση
λογαριθμική συνάρτηση
μετρήσιμη συνάρτηση
μονότονη συνάρτηση
ολόμορφη συνάρτηση
ομογενής συνάρτηση
παραγοντική συνάρτηση
περιοδική συνάρτηση
πλειονότιμη συνάρτηση
πολυωνυμική συνάρτηση
συνεχής συνάρτηση
τυχαία συνάρτηση
συνάρτηση ψι

συνάρτηση SUBST

Contributo di un utente
μιγαδική συνάρτηση f MAT

Esempi per συνάρτηση

συνάρτηση f παλινδρόμησης
συνάρτηση f συνημιτόνου
συνάρτηση f γάμμα MAT
συνάρτηση απώλειας STAT
συνάρτηση βήτα
υπερελλειπτική συνάρτηση
χαμιλτωνιανή συνάρτηση
παραγοντική συνάρτηση
μονότονη συνάρτηση MAT
αναδρομική συνάρτηση
πολυωνυμική συνάρτηση
συνεχής συνάρτηση
τυχαία συνάρτηση
συνάρτηση ψι
εκθετική συνάρτηση
αναλυτική συνάρτηση
αρμονική συνάρτηση
αντίστροφη συνάρτηση

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский