greco » tedesco

τηλεόρασ|η <-εις> [tilɛˈɔrasi] SUBST f

1. τηλεόραση (μέσο μαζικής ενημέρωσης):

τηλεόραση
βλέπω τηλεόραση
το είδα στην τηλεόραση
δορυφορική τηλεόραση
ευρωπαϊκή τηλεόραση
καλωδιακή τηλεόραση
ψηφιακή τηλεόραση
τηλεόραση συνδρομητών
Pay-TV nt
τηλεόραση συνδρομητών
τηλεόραση χωρίς σύνορα UE

2. τηλεόραση (συσκευή):

τηλεόραση
τηλεόραση
ασπρόμαυρη τηλεόραση
έγχρωμη τηλεόραση
φορητή τηλεόραση
φορητή τηλεόραση
Portable m o nt

τηλεόραση SUBST

Contributo di un utente
συνδρομητική τηλεόραση

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский