greco » tedesco

I . υφίσταμαι <υπέστην> [iˈfistamɛ] VERB dep vb trans

1. υφίσταμαι (υποβάλλομαι):

υφίσταμαι κάτι

2. υφίσταμαι (παθαίνω):

υφίσταμαι

II . υφίσταμαι <υπέστην> [iˈfistamɛ] VERB vb intr (υπάρχω)

υφίσταμαι

υφίσταμαι VERB

Contributo di un utente
υφίσταμαι

Esempi per υφίσταμαι

υφίσταμαι ήττα
υφίσταμαι κάτι
υφίσταμαι τα επακόλουθα της

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский