greco » tedesco

ευκολονόητ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔˈnɔitɔs] AGG

ευκολοχώνευτ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔˈxɔnɛftɔs] AGG

ευκολοεπηρέαστ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔɛpiˈrɛastɔs] AGG

ευκολόπιστ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔˈlɔpistɔs] AGG

επίτροπος [ɛˈpitrɔpɔs] SUBST mf

1. επίτροπος (εντεταλμένος):

2. επίτροπος (διαχειριστής):

3. επίτροπος (της ΕΕ):

Kommissar(in) m (f)

4. επίτροπος DIR (αυτός που ασκεί επιτροπεία):

κακότροπ|ος <-η, -ο> [kaˈkɔtrɔpɔs] AGG

ορθότροπ|ος <-η, -ο> [ɔrˈθɔtrɔpɔs] AGG BOT

ψυχοτρόπ|ος <-ος, -ο> [psixɔˈtrɔpɔs] AGG

μονότροπ|ος <-η, -ο> [mɔˈnɔtrɔpɔs] AGG

υδρότροπ|ος <-η, -ο> [iˈðrɔtrɔpɔs] AGG

ευκολοδούλευτ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔˈðulɛftɔs] AGG

ευκολοδιάβαστ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔˈðjavastɔs] AGG

ευκολοπρόφερτ|ος <-η, -ο> [ɛfkɔlɔˈprɔfɛrtɔs] AGG

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский