greco » tedesco

αντίστασ|η <-εις> [anˈdistasi] SUBST f

2. αντίσταση ELETTR:

αντίσταση
ανοδική αντίσταση
αρνητική αντίσταση
ενδογενής αντίσταση
επαγωγική αντίσταση
ηλεκτρική αντίσταση

αντίσταση SUBST

Contributo di un utente
ωμική αντίσταση f ELETTR
ωμική αντίσταση f ELETTR

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский