greco » tedesco

Traduzioni di „ελαστικό“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

ελαστικό [ɛlastiˈkɔ] SUBST nt

1. ελαστικό (υλικό):

ελαστικό
Gummi m
αλογονωμένο ελαστικό

2. ελαστικό (ρόδας ποδηλάτου):

ελαστικό
Mantel m

3. ελαστικό (ρόδας αυτοκινήτου):

ελαστικό
Reifen m
αγωνιστικό ελαστικό
ελαστικό παντός καιρού
καλοκαιρινό ελαστικό
ελαστικό χιονιού, χειμερινό ελαστικό

Esempi per ελαστικό

ελαστικό χιονιού, χειμερινό ελαστικό
αλογονωμένο ελαστικό
καλοκαιρινό ελαστικό
αγωνιστικό ελαστικό
ελαστικό ωράριο
ελαστικό παντός καιρού

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский