greco » tedesco
Stai visualizzando i risultati dalla grafia simile: εφαρμοστός , εφαρμοστής , εφαρμογή e εφαρμόζω

εφαρμοστής [ɛfarmɔsˈtis] SUBST m (τεχνίτης)

εφαρμοστ|ός <-ή, -ό> [ɛfarmɔsˈtɔs] AGG (ρούχα)

I . εφαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfarˈmɔzɔ] VERB vb trans

1. εφαρμόζω (χρησιμοποιώ στην πράξη):

2. εφαρμόζω (εκτελώ):

II . εφαρμό|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfarˈmɔzɔ] VERB vb intr

1. εφαρμόζω (ταιριάζω: σακάκι κτλ):

εφαρμογή [ɛfarmɔˈji] SUBST f

2. εφαρμογή INFORM:

App f

3. εφαρμογή (τοποθέτηση, εξαρτήματος κτλ):

4. εφαρμογή (εκτέλεση):

5. εφαρμογή (σακακιού κτλ):

Passen nt

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский