greco » tedesco

ακατανάλωτ|ος <-η, -ο> [akataˈnalɔtɔs] AGG

κατανυκτικ|ός <-ή, -ό> [kataniktiˈkɔs] AGG

καταναγκαστικ|ός <-ή, -ό> [katanaŋgastiˈkɔs] AGG

καταναλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katanaˈlɔnɔ] VERB vb trans

1. καταναλώνω (καύσιμα, αποθέματα):

2. καταναλώνω (τρόφιμα, τσιγάρα):

κατανικ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [kataniˈkɔ] VERB vb trans

1. κατανικώ (νικώ: εχθρό κτλ):

2. κατανικώ (ξεπερνώ):

καταδεχτικ|ός <-ή, -ό> [kataðɛxtiˈkɔs] AGG

κατακτητικ|ός [kataktitiˈkɔs], καταχτητικ|ός [kataxtitiˈkɔs] <-ή, -ό> AGG

καταληκτικ|ός <-ή, -ό> [kataliktiˈkɔs] AGG

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский