διδασκαλία [ðiðaskaˈlia] SUBST f
1. διδασκαλία (ασχόληση του δασκάλου):
2. διδασκαλία (μάθημα):
-
λογισμικό nt διδασκαλίας INFORM
-
Lernprogramm nt
-
λογισμικό nt διδασκαλίας INFORM
-
μέσα nt pl διδασκαλίας (βιβλία, ταινίες κτλ)
3. διδασκαλία (σύνολο διδαγμάτων δόγματος):
-
Lehre f