greco » tedesco

τοποθέτησ|η <-εις> [tɔpɔˈθɛtisi] SUBST f

1. τοποθέτηση (πράγματος σε κάποια θέση):

τοποθέτηση

2. τοποθέτηση (για εργασία):

τοποθέτηση

3. τοποθέτηση FIN:

τοποθέτηση
Anlage f
τοποθέτηση κεφαλαίων
τοποθέτηση χρημάτων

τοποθέτηση SUBST

Contributo di un utente
τοποθέτηση (άποψη, γνώμη) fig

Esempi per τοποθέτηση

τοποθέτηση κεφαλαίων
τοποθέτηση χρημάτων

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский