greco » tedesco

αναδεξιμιός (αναδεξιμιά) [anaðɛksiˈmɲɔs, anaðɛksiˈmɲa] SUBST m/f (f)

αναδεξιμιός (αναδεξιμιά)

αναδευτήρας [anaðɛfˈtiras] SUBST m (κουζίνας)

ανάδειξ|η <-εις> [aˈnaðiksi] SUBST f

1. ανάδειξη (απόδειξη ικανότητας σε κάποιον τομέα):

2. ανάδειξη (αναγόρευση):

3. ανάδειξη (άνοδος, ευδοκίμηση):

I . αναδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [anaˈðixnɔ] VERB vb trans

2. αναδείχνω (κάνω γνωστό):

αναδεικνύω

αναδεικνύω s. αναδείχνω

Vedi anche: αναδείχνω

I . αναδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [anaˈðixnɔ] VERB vb trans

2. αναδείχνω (κάνω γνωστό):

αναδρομή [anaðrɔˈmi] SUBST f

αναδύ|ομαι <-θηκα> [anaˈðiɔmɛ] VERB vb rifl

αναδασμός [anaðazˈmɔs] SUBST m

αναδουλειά [anaðuˈʎa] SUBST f

1. αναδουλειά (για εργάτες):

2. αναδουλειά (για εμπόρους):

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский