greco » tedesco

Traduzioni di „επαγγελματικός“ nel dizionario greco » tedesco (Vai a tedesco » greco)

επαγγελματικ|ός <-ή, -ό> [ɛpaɲɟɛlmatiˈkɔs] AGG

1. επαγγελματικός (σχετικός με το επάγγελμα):

επαγγελματικός
beruflich, Berufs-
επαγγελματικός κλάδος
επαγγελματικός προσανατολισμός
επαγγελματικό επαγγελματικός (ως υπάλληλος)

2. επαγγελματικός (με δεξιοτεχνία):

επαγγελματικός

Esempi per επαγγελματικός

επαγγελματικός κλάδος
επαγγελματικός βίος
επαγγελματικός κίνδυνος
επαγγελματικός στρατός
επαγγελματικός σύνδεσμος
επαγγελματικός προσανατολισμός
επαγγελματικός αθλητισμός
επαγγελματικός συνεταιρισμός
επαγγελματικό επαγγελματικός (ως υπάλληλος)
(επαγγελματικός) κώδικας m ηθικής
(επαγγελματικός) κώδικας ηθικής

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский