ενόχλησ|η <-εις> [ɛˈnɔxlisi] SUBST f
1. ενόχληση (διαταραχή της ομαλότητας):
-
Störung f
2. ενόχληση (εξαιτίας φορτικότητας, πείραγμα):
3. ενόχληση (δυσαρέσκεια):
-
Missfallen nt
4. ενόχληση (σωματική):
-
ενοχλήσεις f pl στα μάτια