greco » tedesco

ανεκπλήρωτ|ος <-η, -ο> [anɛkˈplirɔtɔs] AGG (επιθυμίες)

ανεπικύρωτ|ος <-η, -ο> [anɛpiˈcirɔtɔs] AGG

1. ανεπικύρωτος (συνθήκη):

3. ανεπικύρωτος (αντίγραφο):

ενημερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛnimɛˈrɔnɔ] VERB vb trans

1. ενημερώνω (δίνω ορισμένες πληροφορίες):

2. ενημερώνω (κατατοπίζω):

3. ενημερώνω (εκσυγχρονίζω: εγκυκλοπαίδεια κτλ):

4. ενημερώνω INFORM (πρόγραμμα):

ανενεργ|ός <-ή, -ό> [anɛnɛrˈɣɔs] AGG

αξημέρωτ|ος <-η, -ο> [aksiˈmɛrɔtɔs] AGG (νύχτα, βραδιά)

ανεξαργύρωτ|ος <-η, -ο> [anɛksarˈjirɔtɔs] AGG (επιταγή)

ανενδοίαστ|ος <-η, -ο> [anɛnˈðiastɔs] AGG

ενημερωμέν|ος <-η, -ο> [ɛnimɛrɔˈmɛnɔs] AGG

1. ενημερωμένος (για την επικαιρότητα):

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский