greco » tedesco

δηλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiˈlɔnɔ] VERB vb trans

1. δηλώνω (γνωστοποιώ επίσημα):

δηλώνω

2. δηλώνω (γνωστοποιώ στην αστυνομία, σε διευθυντή κτλ):

δηλώνω σε κάποιον

3. δηλώνω (αυτοκίνητο, μαθητή):

δηλώνω

4. δηλώνω (στο τελωνείο):

5. δηλώνω (σημαίνω):

δηλώνω

δηλώνω SUBST

Contributo di un utente
δηλώνω (αιτούμαι)

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский