greco » tedesco

κάτασπρ|ος <-η, -ο> [ˈkatasprɔs] AGG

κατασπαρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataspaˈrazɔ] VERB vb trans (σκίζω σε κομμάτια)

κατάσπαρτ|ος <-η, -ο> [kaˈtaspartɔs] AGG

κατ|αστρέφω <-άστρεψα [ή -έστρεψα], -αστράφηκα, -αστραμμένος> [kataˈstrɛfɔ] VERB vb trans

1. καταστρέφω (αφανίζω):

2. καταστρέφω (άνθρωπο, την υπόστασή του):

κατ|αστρώνω <-άστρωσα [ή -έστρωσα], -αστρώθηκα, -αστρωμένος> [kataˈstrɔnɔ] VERB vb trans

κατασβή|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈzvinɔ] VERB vb trans

1. κατασβήνω (φωτιά, δίψα):

2. κατασβήνω (περιέργεια):

3. κατασβήνω (καταπνίγω: εξέγερση):

κατάστιχο [kaˈtastixɔ] SUBST nt

καταστολή [katastɔˈli] SUBST f (κατάπνιξη, συγκράτηση)

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB vb trans

κατασπαταλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kataspataˈlɔ] VERB vb trans

Vuoi aggiungere una parola, una frase o una traduzione?

Inserisci una nuova voce.

Pagina in Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский