I . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB vb trans
1. σκά(ζ)ω fig:
II . σκά|(ζ)ω <-σα, -σμένος> [ˈska(z)ɔ] VERB vb intr
1. σκά(ζ)ω (μπαλόνι):
-
σκάω από την περιέργεια
3. σκά(ζ)ω (ξύλο):
-
σκά(ζ)ω
4. σκά(ζ)ω (βόμβα):
-
σκά(ζ)ω